σαύρας

σαύρας
σαύρᾱς , σαύρα
lizard
fem acc pl
σαύρᾱς , σαύρα
lizard
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κροκόδειλος — και κροκόδιλος και κορκόδειλος (AM κροκόδειλος και κορκόδειλος, Α και κροκόδιλος και κορκόδριλλος και κορκότιλος και κροκύδιλος) σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων ερπετό τής τάξης κροκοδείλια αρχ. διάφορα είδη σαύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κροκό διλος πιθ …   Dictionary of Greek

  • ταρέντολα — η, Ν ζωολ. είδος μικρής σαύρας τού γένους γκέκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tarentola < ιταλ. διαλ. tarantola «είδος σαύρας» < αρχ. ιταλ. tarantola < Taranto (βλ. και λ. Τάρας)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκέα — ἡ, Μ είδος πρασινωπής σαύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. έα (πρβλ. ιτ έα, συκ έα). Το όν. τής σαύρας προήλθε από το χρώμα τού οξειδωμένου χαλκού] …   Dictionary of Greek

  • δράκος της Αυστραλίας — Γένος σαύρας της Αυστραλίας, του είδους chlamydosaurus kingi, της οικογένειας των αγαμιδών, της υπόταξης των σαυρομόρφων, της τάξης των λεπιδωτών ερπετών. Είναι ζώο με μέτριο μέγεθος (μήκος έως 90 εκ.), που τρέφεται κυρίως με έντομα, αβγά πουλιών …   Dictionary of Greek

  • Amazones — AMAZŎNES, um, Gr. Ἀμάζωνες, ων, (⇒ Tab. XII.) 1 §. Namen. Den Namen sollen diese kriegerischen Weiber von dem α privat. und μαζὸς, die Brust, haben, weil sie allen Mägdchen gleich nach ihrer Geburt die rechte Brust abgebrannt, damit sie ihnen… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • γαλεώτης — γαλεώτης, ο (Α) 1. είδος κηλιδωτής σαύρας, ο ασκαλαβώτης* 2. ο ξιφίας 3. η ικτίς 4. φρ. «γαλεώτης γέρων» γέρος ψαρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλέη, γαλή + (επίθημα) ώτης με τις σημ. 1 και 3, ενώ < γαλεός + (επίθημα) ώτης με τη σημ. 2, εκτός αν… …   Dictionary of Greek

  • δράκαινα — Κοινή ονομασία των ψαριών του γένους τραχίνος (βλ. λ.). * * * η (AM δράκαινα) 1. θηλ. τού δράκος, η γυναίκα τού δράκου, η λάμια μσν. νεοελλ. ζωολ. είδος ψαριού, ιχθύς ο τραχίνος, το δρακόνι νεοελλ. 1. μτφ. πολύ σκληρή γυναίκα 2. ζωολ. είδος… …   Dictionary of Greek

  • ελειός — ο (Α ἑλειός και ἐλειός) ο ασβός αρχ. 1. είδος μυωξού 2. είδος σαύρας 3. σκουλήκι ξύλων 4. σκίουρος …   Dictionary of Greek

  • ζιγνίς — ζιγνίς, ίδος και ζυγνίς, ἡ (Α) είδος σαύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”